μονόχορδο

μονόχορδο
Αρχαίο όργανο που επινόησε ο Πυθαγόρας. Χρησιμεύει για να καθορίζουμε τις μαθηματικές σχέσεις των μουσικών ήχων. Αποτελείται από ένα μακρόστενο ορθογώνιο ηχείο πάνω στο οποίο βρίσκεται τεντωμένη μία χορδή μήκους ενός μέτρου. Τη χορδή αυτή μπορούμε να τη διαιρούμε όπως θέλουμε με έναν κινητό «καβαλάρη». Κάτω από τη χορδή υπάρχει κλίμακα διαιρεμένη σε εκατοστά ή χιλιοστά. πάλλοντας τη χορδή σε όλο της το μήκος, έχουμε π.χ. τη νότα ντό. Αν βάλουμε τότε τον «καβαλάρη» στη μέση της ακριβώς, θα έχουμε και από τα δύο ισομήκη τμήματα της τη νότα ντο αλλά μια οκτάβα ψηλότερη κλπ. Το μ. εξελίχτηκε στο Μεσαίωνα σε κλαδόχορδο και απ’ αυτό αργότερα σε πιάνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • κανόνιον — κανόνιον, τὸ (AM) μσν. διάγραμμα για τον καθορισμό τού Πάσχα αρχ. 1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών 2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων 3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη τού πλοίου 4. μαθηματικό διάγραμμα …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • μονοκόρδιον — μονοκόρδιον, τὸ (Μ) μονόχορδο μουσικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μονόκορδον (< μονόχορδον, με επίδραση τού ουσ. κόρδα «χορδή κατασκευασμένη από έντερο»)] …   Dictionary of Greek

  • μονοχορδίζω — (Α) [μονόχορδος] μετρώ τα διαστήματα με το ειδικό όργανο μονόχορδο …   Dictionary of Greek

  • μονόχορδος — η, ο (ΑΜ μονόχορδος, ον) 1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν) μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση… …   Dictionary of Greek

  • γκούζλα ή γκούσλα — Μουσικό όργανο μονόχορδο ή δίχορδο. Το χρησιμοποιούν οι σλαβόφωνοι λαοί των Βαλκανίων. Το όργανο παίζεται με δοξάρι. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο σκαλισμένο σε σχήμα αχλαδιού. Η ανοικτή του πλευρά είναι σκεπασμένη με μία δερμάτινη μεμβράνη και η …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • μονόχορδος — η, ο 1. αυτό που έχει μια χορδή: Μονόχορδο όργανο. 2. μτφ., μονότονος, μονότροπος: Είναι μονόχορδος και βαριέσαι να τον ακούς να μιλάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”